- καθάρισις
- καθάρισις, ἡ (AM) [καθαρίζω]μσν.λύση κάποιου ζητήματος, ξεκαθάρισμααρχ.κάθαρση («καθάρισις ἁμαρτιών»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθαρίσει — καθάρισις fem nom/voc/acc dual (attic epic) καθαρίσεϊ , καθάρισις fem dat sg (epic) καθάρισις fem dat sg (attic ionic) καθαρίζω cleanse aor subj act 3rd sg (epic) καθαρίζω cleanse fut ind mid 2nd sg καθαρίζω cleanse fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρίσεις — καθάρισις fem nom/voc pl (attic epic) καθάρισις fem nom/acc pl (attic) καθαρίζω cleanse aor subj act 2nd sg (epic) καθαρίζω cleanse fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρίση — καθάρισις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρίσηι — καθάρισις fem dat sg (epic) καθαρίσῃ , καθαρίζω cleanse aor subj mid 2nd sg καθαρίσῃ , καθαρίζω cleanse aor subj act 3rd sg καθαρίσῃ , καθαρίζω cleanse fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάρεσις — καθάρεσις, ιος, ἡ (Α) επιγρ. πιθ. δωρ. τ. αντί καθάρισις* («στέγας καθαρέσιος» τού καθαρισμού τής στέγης), αν δεν είναι εσφ. ανάγνωση αντί καθαίρεσις, γκρέμισμα, κατεδάφιση … Dictionary of Greek
καθαρίσεως — καθαρίσεω̆ς , καθάρισις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρίσῃ — καθαρίσηι , καθάρισις fem dat sg (epic) καθαρίζω cleanse aor subj mid 2nd sg καθαρίζω cleanse aor subj act 3rd sg καθαρίζω cleanse fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)